αντιφάσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιφάσκω < αρχαία ελληνική ἀντιφάσκω

αντιφάσκω

  • λέω κάτι που είναι εντελώς αντίθετο από αυτό που είπα πριν

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]