αντλητήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντλητήριος < (ελληνιστική κοινή) ἀντλητήριος < αρχαία ελληνική ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος
Επίθετο
[επεξεργασία]αντλητήριος, -α, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αντλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντλητήριος
|