αντρειεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αντρειεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντρειεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντρειεμένος
|