αντροδίαιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντροδίαιτος < ελληνιστική κοινή ἀντροδίαιτος < αρχαία ελληνική ἄντρον + -δίαιτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αντροδίαιτος, -η / -ος, -ο
- που ζει σε άντρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- αντροδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντροδίαιτος
|