ανυπομόνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυπομόνευτος < ανυπομονεύ(ω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυπομόνευτος, -η, -ο
- (δημοτική) άλλη μορφή του ανυπόμονος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανυπομόνευτα
- ανυπομονεύω
- → δείτε τις λέξεις ανυπόμονος και υπομονή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυπομόνευτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ανυπομόνευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας