ανωδομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανωδομία < άνω + -δομία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλικά superstructure) < δομώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανωδομία θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του ανωδομή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανωδομία
|