ανώνυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈno.ni.ma/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανώνυμα
- με ανωνυμία
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανώνυμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανώνυμος