αξημέρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αξημέρωτος, -η, -ο
- που συμβαίνει ή εμφανίζεται πριν ξημερώσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αξημέρωτος
|