αξιολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξιολογικά < αξιολογικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αξιολογικά
- με αξιολογικό τρόπο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αξιολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αξιολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξιολογικό