αξιοπαρατήρητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αξιοπαρατήρητα < αξιοπαρατήρητος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αξιοπαρατήρητα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αξιοπαρατήρητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αξιοπαρατήρητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιοπαρατήρητος