αξύπνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αξύπνητος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν έχει ξυπνήσει ή δεν μπορεί να ξυπνήσει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αξύπνητος αρσενικό
- (μεταφορικά) ο θάνατος