απέξω

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από απ' έξω)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απέξω < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

απέξω (και απόξω, απ' έξω)

  1. (τοπικό) έξω (από κάπου)
  2. (τροπικό) με αποστήθιση, χωρίς να κοιτάζω κάποιο γραπτό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)

  1. που δεν είναι φίλιοι, συγγενείς, της παρέας, γνωστοί κλπ.

Επίθετο

[επεξεργασία]

απέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)

  1. ξενόφερτος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]