απάνθισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απάνθισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπάνθισμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpan.θi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πάν‐θι‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απάνθισμα ουδέτερο
- συλλογή από επιλεγμένα αντιπροσωπευτικά δείγματα ενός συνόλου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απάνθισμα
Πηγές
[επεξεργασία]- απάνθισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)