απάστρευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απάστρευτος < α- (στερητικό) + παστρευτός (< παστρεύω)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpa.stɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πά‐στρευ‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]απάστρευτος, -η. -ο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απάστρευτος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απάστρευτος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Πηγές
[επεξεργασία]- απάστρευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας