απάτριδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απάτριδες αρσενικό, θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άπατρις
απάτριδες αρσενικό, θηλυκό