απέραντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]απέραντα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απέραντα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απέραντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απέραντος