απαθλιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απαθλιώνω < ενεργητικός τύπος του απαθλιώνομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pa.θliˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐θλι‐ώ‐νω

απαθλιώνω, αόρ.: απαθλίωσα, παθ.φωνή: απαθλιώνομαι, π.αόρ.: απαθλιώθηκα, μτχ.π.π.: απαθλιωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις από και άθλιος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]