απαιτούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.peˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παι‐τού‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]απαιτούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (απαιτούμαι) του ρήματος απαιτώ: που απαιτείται, που θεωρείται απαραίτητος