απανθρακώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απανθρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απανθρακώνω

απανθρακώνομαι, στ.μέλλ.: θα απανθρακωθώ, αόρ.: απανθρακώθηκα, μτχ.π.π.: απανθρακωμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]