απανταχούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απανταχούσα < απανταχού[1] < (ελληνιστική κοινή) ἁπανταχοῦ < αρχαία ελληνική ἅπας < πᾶς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ph₂ent
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απανταχούσα θηλυκό
- (θρησκεία) εγκύκλιος του πατριαρχείου που απευθύνεται στους "απανταχού ορθοδόξους"
- (σκωπτικό) ο λογαριασμός ή άλλο έγγραφο που περιέχει, συνήθως έκτακτη, οικονομική επιβάρυνση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πάντα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ↑ από την έκφραση «προς τους απανταχού ορθοδόξους» με την οποία ξεκινούσαν