απαντεχαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαντεχαίνω < μεσαιωνική ελληνική απαντεχαίνω < απαντέχω
Ρήμα[επεξεργασία]
απαντεχαίνω
- (ιδιωματικό) περιμένω (με καλή ή κακή διάθεση) κάτι (ευχάριστο ή δυσάρεστο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαντεχαίνω
|