απαρέμφατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαρέμφατος < ἀπαρέμφατος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.paˈɾeɱ.fa.tos/
Επίθετο
[επεξεργασία]απαρέμφατος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαρέμφατος
|