απαυτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απαυτώνω < απαυτ(ός) + -ώνω [1][2]

απαυτώνω , πρτ.: απαύτωνα, στ.μέλλ.: θα απαυτώσω, αόρ.: απαύτωσα, παθ.φωνή: απαυτώνομαι, π.αόρ.: απαυτώθηκα, μτχ.π.π.: απαυτωμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]