απεγκατεστημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απεγκατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απεγκαθιστώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.peŋ.ɡa.te.stiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐γκα‐τε‐στη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]απεγκατεστημένος, απεγκατεστημένη, απεγκατεστημένο
- που έχει απεγκατασταθεί, που δεν είναι πλέον εγκατεστημένος
- ↪ τα απεγκατεστημένα προγράμματα υπολογιστών
- ↪ απεγκατεστημένες εφαρμογές/μονάδες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- απεγκαταστημένος (χωρίς εσωτερική αύξηση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απεγκατεστημένος