απεκδυόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απεκδυόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος απεκδύομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀπεκδύομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]απεκδυόμενος, -η, -ο
- που απεκδύεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απεκδύομαι, εκδύω και δύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απεκδυόμενος
|