απεκδύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
  1. ξεντύνω, γυμνώνω, ξεβρακώνω
  2. (μεταφορικά) ξηλώνω τα γαλόνια, αποστερώ/αφαιρώ αξίωμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]