απεκκρίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απεκκρίνω < (ελληνιστική κοινή) ἀπεκκρίνω
Ρήμα
[επεξεργασία]απεκκρίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απεκκρίνω
|
απεκκρίνω
|