απεργαζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]απεργαζόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος απεργάζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απεργαζόμενος
|
απεργαζόμενος
|