απευαισθητοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απευαισθητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απευαισθητοποιώ

απευαισθητοποιούμαι

  1. (ιατρική) μου προκαλούν απευαισθητοποίηση από αλλεργιογόνες ουσίες
  2. με κάνουν αναίσθητο ή λιγότερο ευαίσθητο ψυχικά και συναισθηματικά, ή γίνομαι λιγότερο ευαίσθητος με δική μου επιλογή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]