απλοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απλοποιώ

απλοποιούμαι

  1. γίνομαι πιο απλός, λιγότερο περίπλοκος
  2. (για μαθηματικές πράξεις) μετατρέπομαι σε κλάσμα με ίδιες αναλογίες αλλά με πιο μικρούς όρους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]