αποβίβαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποβίβαση οι αποβιβάσεις
      γενική της αποβίβασης* των αποβιβάσεων
    αιτιατική την αποβίβαση τις αποβιβάσεις
     κλητική αποβίβαση αποβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποβίβαση < αποβιβάζω + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποβίβαση θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]