αποβαρβαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποβαρβαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποβαρβαροῦμαι < ἀπό + βάρβαρος

αποβαρβαρώνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]