αποβατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποβατικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποβατικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αποβατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απόβαση, αναφέρεται σ’ αυτή, συμβάλλει σ’ αυτή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αεραποβατικός
- → δείτε τις λέξεις αποβάτης, απόβαση και βαίνω