αποβιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποβιώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποβιόω / ἀποβιῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]αποβιώ
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του αποβιώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποβιώ
|