αποβουτύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποβουτύρωση | οι | αποβουτυρώσεις |
γενική | της | αποβουτύρωσης* | των | αποβουτυρώσεων |
αιτιατική | την | αποβουτύρωση | τις | αποβουτυρώσεις |
κλητική | αποβουτύρωση | αποβουτυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβουτυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποβουτύρωση < αποβουτυρώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποβουτύρωση θηλυκό
- (τεχνολογία τροφίμων) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποβουτυρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποβουτύρωση
|