απογυμνωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απογυμνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απογυμνώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]απογυμνωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απογυμνώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απογυμνωμένος
|