αποδήμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδήμηση | οι | αποδημήσεις |
γενική | της | αποδήμησης* | των | αποδημήσεων |
αιτιατική | την | αποδήμηση | τις | αποδημήσεις |
κλητική | αποδήμηση | αποδημήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδημήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδήμηση < (ελληνιστική κοινή) ἀποδήμησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποδήμηση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδήμηση
|