αποδείχνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.poˈði.xno.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δεί‐χνο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποδείχνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποδείχνω
- άλλες μορφές: αποδεικνύομαι (λογιότερο)