αποδειξιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδειξιμότητα < αποδείξιμος + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποδειξιμότητα θηλυκό
- το να μπορεί κάτι να αποδειχθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδειξιμότητα