αποδεξαμενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποδεξαμενισμός αρσενικό
- (ναυπηγικός όρος) η απομάκρυνση ενός πλεούμενου από μία δεξαμενή, όπου βρισκόταν κατά τη φάση της ναυπήγησης ή επισκευής του
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδεξαμενισμός
|