αποδοχές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποδοχές < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική recouvrement

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποδοχές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  • τα είδη που λαμβάνει κανείς ως αντάλλαγμα για μία υπηρεσία που προσφέρει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αποδοχές