αποδώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποδώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδίδω
  2. θα αποδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδίδω
  3. να αποδώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδίδω