αποθεματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποθεματοποιώ < απόθεμα + -ο- + -ποιώ

αποθεματοποιώ (παθητική φωνή: αποθεματοποιούμαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]