αποθνήσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποθνῄσκω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποθνήσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποθνῄσκω. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + θνήσκω.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.poˈθni.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐θνή‐σκω

αποθνήσκω, πρτ.: απέθνησκα/απόθνησκα, απαρ.: αποθάνει, αόρ.: απέθανα/απέθανον (χωρίς παθητική φωνή)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη θνήσκω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]