αποικοδομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποικοδομῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποικοδομώ < από + οικοδομώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική abbauen

αποικοδομώ (παθητική φωνή: αποικοδομούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]