αποκαρβοξυλίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκαρβοξυλίωση | οι | αποκαρβοξυλιώσεις |
γενική | της | αποκαρβοξυλίωσης* | των | αποκαρβοξυλιώσεων |
αιτιατική | την | αποκαρβοξυλίωση | τις | αποκαρβοξυλιώσεις |
κλητική | αποκαρβοξυλίωση | αποκαρβοξυλιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαρβοξυλιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκαρβοξυλίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποκαρβοξυλίωση θηλυκό
- χημική αντίδραση αφαίρεσης καρβοξυλίων από ένα μόριο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκαρβοξυλίωση
|