αποκαρδίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκαρδίωση | οι | αποκαρδιώσεις |
γενική | της | αποκαρδίωσης* | των | αποκαρδιώσεων |
αιτιατική | την | αποκαρδίωση | τις | αποκαρδιώσεις |
κλητική | αποκαρδίωση | αποκαρδιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαρδιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκαρδίωση < αποκαρδιώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποκαρδίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποκαρδιώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκαρδίωση