αποκαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκαρώνω < από + κάρος (νάρκη)

αποκαρώνω

  • περιπίπτω σε λήθαργο «η ζέστη με αποκάρωσε»

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]