αποκεντρωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκεντρωτικά < αποκεντρωτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αποκεντρωτικά
- με αποκεντρωτικό τρόπο ή με σκοπό την αποκέντρωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκεντρωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αποκεντρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκεντρωτικό