αποκερατώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκερατώνω < απο- + κέρατο

αποκερατώνω (παθητική φωνή: αποκερατώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]